ασφάλεια

ασφάλεια
η
1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια.
2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια.
3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην Ασφάλεια και κατάγγειλα την κλεψιά που μας έγινε.
4. σύμβαση κατά την οποία ο ασφαλιζόμενος πληρώνει ορισμένο ποσό (ασφάλιστρα) και έχει το δικαίωμα, σε περίπτωση ατυχήματος, να πάρει από τον άλλο συμβαλλόμενο (ασφαλιστή) αποζημίωση ανάλογη με το ατύχημα ή τη ζημιά: Έχω κάνει ασφάλεια ζωής.
5. οι διάφορες εταιρείες που κάνουν ασφαλιστικές δουλειές: Σε ποιαν ασφάλεια έχεις ασφαλίσει το σπίτι σου;
6. μέσο που εξασφαλίζει τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις: Χτες το βράδυ μάς κάηκε η ασφάλεια κι ήμασταν μιαν ώρα στο σκοτάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… …   Dictionary of Greek

  • ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”